- προανατείνας
- προανατείνᾱς , πρό-ἀνατείνωlift upaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προανατείνω — ΜΑ [ἀνατείνω] τεντώνω κάτι πρωτύτερα προς τα επάνω («τῇ ἀριστερᾷ χειρὶ τὸν θυρεὸν ὑπὲρ τῆς κεφαλής προανατείνας», Ιώσ.) … Dictionary of Greek